- αναβαθμός
- ο (Α ἀναβαθμὸς) [ἀναβαίνω]σκάλα, σκαλοπάτιμσν.αντιφωνικό τροπάριοαρχ.κινητή, φορητή σκάλα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀναβαθμός — flight of steps masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμοῖς — ἀναβαθμός flight of steps masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμοί — ἀναβαθμός flight of steps masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμοῦ — ἀναβαθμός flight of steps masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμούς — ἀναβαθμός flight of steps masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμῶν — ἀναβαθμός flight of steps masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμῷ — ἀναβαθμός flight of steps masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβαθμόν — ἀναβαθμός flight of steps masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβασμοῖς — ἀναβαθμός flight of steps masc dat pl ἀναβασμός progress masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναβασμοί — ἀναβαθμός flight of steps masc nom/voc pl ἀναβασμός progress masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)